- κανναβόσπορος
- ο конопляное семя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κανναβούρι — το κανναβόσπορος, σπόρος του φυτού «κάνναβις η ήμερος»: Κανναβούρι τρως κάθε πρωί και όλο μιλάς; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)